- ὀγδοήκοντ'
- ὀγδοήκοντα , ὀγδοήκονταeightyindeclform (numeral)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντεκαιτριακοντούτης — ες, Α αυτός που έχει ηλικία τριάντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί τριάκοντα «τριάντα πέντε» + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού α τού α συνθετικού και τού αρκτικού ε τού β συνθετικού (πρβλ. ογδοηκοντ ούτης)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακοντάρουρος — ον, Α 1. (για γη) αυτός που είχε έκταση σαράντα αρουρών 2. (για πρόσ.) αυτός που κατείχε κτήματα έκτασης σαράντα αρουρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + αρουρος (< ἀρούρα «γη»), πρβλ. ὀγδοηκοντ άρουρος] … Dictionary of Greek